- αργάτης
- οβλ. εργάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αργάτης — ο ο εργάτης, κυρίως αυτός που κάνει γεωργικές δουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργαστήρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 35 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Σελίνου. * * * αργάτης, αργατιά κ.λπ. βλ. εργαστήρι, εργάτης κ.λπ … Dictionary of Greek
αχνάρι — και χνάρι, το 1. το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια ανθρώπων ή ζώων 2. ίχνος, σημάδι 3. το πέλμα του ποδιού 4. μέτρο μήκους (όσο το πέλμα του ποδιού) («το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα και πάει σαράντα χνάρια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνάρι < μσν.… … Dictionary of Greek
argat — ARGÁT, Ă, argaţi, te s.m. şi f. (Rar la f.) Servitor, slugă angajată(în trecut) pentru muncile agricole, creşterea vitelor sau pentru muncile din gospodăria stăpânului. – Din bg. argat, ngr. argátis. Trimis de RACAI, 30.09.2003. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român
εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)